- προσεισφέρειν
- πρόσ-εἰσφέρωcarry inpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεισφέρω — Α 1. προσφέρω επιπροσθέτως, συνεισφέρω («οὐδὲ τοῑς σιτουμένοις ἐν πρυτανείῳ ἔξωθεν προσεισφέρειν τι βρώσιμον ἔξεστι», Ερμεί) 2. προτείνω επί πλέον για εκλογή … Dictionary of Greek